τραγουλίδες

τραγουλίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια μικρόσωμων οπληφόρων θηλαστικών με τυπικό εκπρόσωπο το γένος τράγουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tragulidae < tragulus (βλ. τράγουλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… …   Dictionary of Greek

  • τράγουλος — (tragulus). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών. Αριθμεί μικρόσωμα ζώα χωρίς κέρατα, τα οποία έχουν ανεπτυγμένους κυνόδοντες στην επάνω γνάθο. Τα πόδια τους έχουν 4 δάκτυλα. Οι τ. ζουν σε περιοχές της Ινδομαλαισίας, κυρίως σε υγρά ορεινά δάση. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”